συγχωρήσει

συγχωρήσει
συγχώρησις
agreement
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
συγχωρήσεϊ , συγχώρησις
agreement
fem dat sg (epic)
συγχώρησις
agreement
fem dat sg (attic ionic)
συγχωρέω
come together
aor subj act 3rd sg (epic)
συγχωρέω
come together
fut ind mid 2nd sg
συγχωρέω
come together
fut ind act 3rd sg
συγχωρέω
come together
aor subj act 3rd sg (epic)
συγχωρέω
come together
fut ind mid 2nd sg
συγχωρέω
come together
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Χάκιμ — Τρίτος Φατιμίδης ηγεμόνας της Αιγύπτου, που ανέβηκε στον θρόνο 11 ετών (996). Το πλήρες όνομά του ήταν X. μπι ιμρ ιλάχ Μανσούρ. Ο X., που η μητέρα του ήταν Ελληνίδα, ήταν διανοητικά ανάπηρος. Έτσι τουλάχιστον, μπορούν να ερμηνευτούν οι διαρκείς… …   Dictionary of Greek

  • ослаблениѥ — ОСЛАБЛЕНИ|Ѥ (13), ˫А с. 1.Утрата силы, расслабление: по въздержании за лѣ(т) •к҃• или •л҃• ѡслаблени˫а ради дш҃внаго и небрежени˫а нага всего того себе ˫авити (δι’ ἀπροσεξίαν!) ГА XIV1, 98; Видѣ(х) истѧженье и вытѧженье. и въскыпѣнье и ср(д)ца… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • λέγω — και λέω (AM λέγω, Μ και λέω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ (α. «ο καθένας είπε τις απόψεις του» β. «λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῡ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει», Θουκ. γ. «ἔλεξαν ὑπὲρ τῶν στρατηγῶν τάδε», Ξεν.) 2. φρονώ, νομίζω (α. «τί λες… …   Dictionary of Greek

  • παραιτητός — όν, Α [παραιτούμαι] 1. αυτός τον οποίο είναι δυνατόν κανείς να καταπραΰνει, να εξιλεώσει, να εξευμενίσει με παρακλήσεις ή δεήσεις («τὸ δὲ παραιτητούς αὖ θεοὺς εἶναι τοῑς ἀδικοῡσι, δεχομένους δῶρα», Πλάτ.) 2. αυτός ο οποίος αποκρούεται ή… …   Dictionary of Greek

  • πεθαίνω — και αποθαίνω 1. παύω να ζω, αποθνήσκω, ξεψυχώ, τελευτώ («όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει», Σολωμ.) 2. επιφέρω τον θάνατο, κάνω κάποιον να πεθάνει, συντελώ στο να πάψει κάποιος να ζει («τόν πέθαναν με τα βασανιστήρια») 3. αφαιρώ έμμεσα …   Dictionary of Greek

  • Καλλίμαχος και Χρυσορρόη — Τίτλος έμμετρου βυζαντινού διηγήματος του 17ου αι., που αποτελείται από 2.067 ανομοιοκατάληκτους δεκαπεντασύλλαβους στίχους. Σύμφωνα με την υπόθεση του έργου, που διακρίνεται από τα χαρακτηριστικά θεματικά μοτίβα των μεσαιωνικών παραμυθιών, ο… …   Dictionary of Greek

  • Κολόμβος, Χριστόφορος — (Cristoforo Colombo, Γένοβα 1451 – Βαγιαδολίδ 1506). Ιταλός θαλασσοπόρος που ανακάλυψε την αμερικανική ήπειρο. Οι πληροφορίες για τη νεανική του ηλικία είναι ασαφείς. Φαίνεται ότι έως τα 22 του χρόνια είχε ακολουθήσει το επάγγελμα του πατέρα του …   Dictionary of Greek

  • Μέρεντιθ, Τζορτζ — (George Meredith, Πόρτσμουθ 1828 – Μποξ Χιλ, Σάρεϊ 1909). Άγγλος ποιητής και μυθιστοριογράφος. Καταγόταν από ευγενική, αλλά μεσοαστική οικογένεια. Σπούδασε στη Γερμανία, όπου το κλίμα που προηγήθηκε της επανάστασης του 1848 είχε αποφασιστική… …   Dictionary of Greek

  • Ράζιν, Στεπάν-Στένκα — (1667 – 1670). Ήρωας επανάστασης χωρικών στην τσαρική Ρωσία και αρχηγός Κοζάκων. Την άνοιξη του 1667 ο Ρ., επικεφαλής Κοζάκων, κατευθύνθηκε προς τον Βόλγα. Στη διαδρομή προσχώρησαν στις τάξεις τους και πολλοί χωρικοί, που επιδίωκαν να αποτινάξουν …   Dictionary of Greek

  • ασυγχώρητος — ασυγχώρητος, η, ο και ασυχώρετος, η, ο εκείνος τον οποίο δε συγχώρησε κανείς ή δεν μπορεί να συγχωρήσει: Το σφάλμα σου αυτό είναι ασυγχώρητο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”